ταγγή

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταγγή Medium diacritics: ταγγή Low diacritics: ταγγή Capitals: ΤΑΓΓΗ
Transliteration A: tangḗ Transliteration B: tangē Transliteration C: taggi Beta Code: taggh/

English (LSJ)

ἡ, (ταγγός)

   A rancidity, Alex.Aphr.Pr.2.70.    II a kind of scrofulous tumour, Hp.Epid.2.1.7.

German (Pape)

[Seite 1063] ἡ, auch τάγγος, τό, 1) das Ranzigsein, -werden. Daher – 2) eine Art Geschwulst, Hippocr. u. sp. Medic.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και ταγκή και τάγγη Ν
τάγγιση
αρχ.
είδος φύματος («τὰ ὑπὸ τὸ δέρμα ἀφιστάμενα ἐς τὰ ἔξω φύματα, οἶον ταγγαί», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με τους τ.: αρχ. άνω γερμ. stanc «άσχημη μυρωδιά, βρόμα» (πρβλ. γερμ. stinken «βρομάω») και αρχ. νορβ. st?kr «με άσχημη μυρωδιά» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες].