ἐκπέτομαι

From LSJ
Revision as of 09:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπέτομαι Medium diacritics: ἐκπέτομαι Low diacritics: εκπέτομαι Capitals: ΕΚΠΕΤΟΜΑΙ
Transliteration A: ekpétomai Transliteration B: ekpetomai Transliteration C: ekpetomai Beta Code: e)kpe/tomai

English (LSJ)

(ἐκπετ-πέταμαι Arist.HA554b1), fut.

   A -πτήσομαι Ar.V.208 : aor. ἐξεπτόμην, part. -πτόμενος Id.Av.788 ; also ἐξεπτάμην E.El.944, Pl.Ti.81e, ἐκπτάμενος Ἀθηνᾶ 20.249 (Chios) : also in act. form ἐξέπτην Hes.Op.98, Batr.211, Ant. Lib.1.5, Palaeph.12 : for aor. ἐξεπετάσθην, v. πέτομαι :—fly out or away, ll. cc. : metaph.,ἔπαινοι Ἔρωσι μικροῖς ἐοικότες ἐκπετόμενοι Luc.Rh.Pr.6.

German (Pape)

[Seite 772] = ἐκπέταμαι, part. praes., Arist. H. A. 9, 40 (626, 32).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπέτομαι: ἢ -πέταμαι (Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 6., 5. 22, 12): μέλλ. -πτήσομαι Εὐρ. Ἠρ. 944, Ἀριστοφ. Σφ. 208· ἀόρ. ἐξεπτόμην ἢ -άμην ὁ αὐτ. Ὄρν. 788, ἀλλ᾿ ὡσαύτως ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ ἐξέπτην, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 98, Βατραχμ. 211· περὶ τοῦ ἀορ. ἐξεπετάσθην ἴδε πέτομαι· «ξεπετῶ», πετῶ καὶ φεύγω.