προσκολλάω
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
A glue on or to, τι πρός τι Hp.Art.33:—Pass., generally, to be stuck to, stick or cleave to, Pl.Phd.82e, Lg.728b; ὑπὸ τοῦ αἵματος προσκολληθῆναι τὴν ῥομφαίαν αὐτοῦ τῇ δεξιᾷ J.AJ7.12.4; of a snail, τοῖς θαμνίσκοις π. Dsc.2.9; of a husband, π. τῇ γυναικί Ev.Matt.19.5, cf. LXX Ge.2.24, Ev.Marc.10.7, Ep.Eph.5.31; τοῖς ἐπαοιδοῖς LXX Le.19.31; ψυχαὶ π. θεῷ Ph.Fr.51 H. II intr. of style, to be compact, D.H.Dem.43.
German (Pape)
[Seite 770] daran leimen, ühh. daran befestigen, pass. daran fest sein, daran kleben, διαδεδεμένην ἐν τῷ σώματι καὶ προσκεκολλημένην, Plat. Phaed. 82 c, vgl. Legg. V, 728 b; übertr., daran hangen, Einem fest anhangen, ihm treu ergeben sein, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
προσκολλάω: ὡς καὶ νῦν, κολλῶ τι ἐπί τινος ἢ εἴς τι, τι πρός τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799· τὸ ξύλον τὸ (γ)ογγύλον (ἀποπε)ράναι καὶ προσκολλῆσαι Ραγκαβῆ Ἑλλην. Ἀρχ. σ. 88. ― Παθ., καθόλου, κολλῶμαι, προσκολλῶμαι εἴς τι, ἐμμένω ἔν τινι, Πλάτ. Φαίδων 82Ε, Νόμ. 728Β· ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, πρ. τῇ γυναικὶ Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιθ΄, 5· πρὸς τὴν γ. Ἑβδ. (Γεν. Β΄, 24), Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ι΄, 7, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. ε΄, 31· ἴδε προσκλίνω ΙΓ. 2. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπὶ συμπαγοῦς ὕφους, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 43.