ὑηνός
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
ή, όν,
A swinish, πρέμματα ὑ, swinish creatures, Pl.Lg.819d.
German (Pape)
[Seite 1175] schweinisch, vom Schweine, dazu gehörig, θρέμματα ὑηνά Plat. Legg. VII, 819 d.
Greek (Liddell-Scott)
ὑηνός: -ή, -όν, (ὗς) χοίρινος, οὐκ ἀνθρώπινον, ἀλλὰ ὑηνῶν τινων εἶναι μᾶλλον θρεμμάτων Πλάτ. Νόμ. 819Ε· - μεταφορ., σκαιός, ἀμαθής, Φώτ. - Πρβλ. ὕειος.