καταπλύνω
αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
English (LSJ)
[ῡ],
A drench, ὕδατι τὴν κεφαλήν X.Eq.5.6. II wash out, remove by washing, [ἁλμυρόν τι] Arist.Mete.357b5:—Pass., καταπλῠθείσης τῆς ἅλμης Thphr.CP3.24.3: metaph., καταπέπλῠται τὸ πρᾶγμα the affair is washed out, has become worthless, Aeschin.3.178, cf. Poll.7.38.
German (Pape)
[Seite 1371] (s. πλύνω), eigtl. von oben herabspülen, abwaschen; ὕδατι τὴν κεφαλήν Xen. de re equ. 5, 6; καταπλυθείς Theophr.; Sp. – Uebertr., τὸ πρᾶγμα καταπέπλυται, die Sache ist ausgewaschen, ist vergessen, abgethan, Aesch. 3, 178, was Poll. 7, 48 erkl.: οὐδενὸς ἄξιόν τι ἀποπεφάνθαι.
Greek (Liddell-Scott)
καταπλύνω: ῡ, πλύνω ἐπιχέων ἐπί τινος ὑποκειμένου, καταβρέχω, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 546· ὕδατι τὴν κεφαλὴν Ξεν, Ἱππ. 5. 6· τὴν κεφαλὴν καταπλύνειν μᾶλλον δεῖ ἢ καθαίρειν Πολυδ. Α΄, 200· ὀχετὸν ἐκκαθαίρειν κορήθρῳ καὶ καταπλύνειν ὕδατι πολλῷ Ἀρτεμίδ. 5. 79. ΙΙ. πλύνων ἀποβάλλω, ἀποπλύνω, «ξεπλύνω», τὸ ὑγρὸν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 13.― Παθ., καταπλῠθείσης τῆς ἅλμης Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 24, 3· μεταφορ., τὸ πρᾶγμα καταπέπλῠται, ἡ ὑπόθεσις «ἐξεπλύθη», δηλ. ἐλησμονήθη καὶ ἠφανίσθη, ἢ οὐδενὸς ἄξιον κατέστη (ἐπειδὴ ἐν τῷ αὐτῷ χωρίῳ ἀντιτίθεται τῷ τίμιον ἦν) (ἐκ μεταφορᾶς, τῶν χρωμάτων τῶν πλυνομένων ὑφασμάτων, ἅτινα διὰ τῆς πολλῆς πλύσεως ἐξαφανίζονται), Αἰσχίν. 79. 19, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 38.