ἐθελοθρησκεία
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
ἡ,
A will-worship, self-chosen service, Ep.Col.2.23.
German (Pape)
[Seite 718] ἡ, selbstgewählter Gottesdienst, N. T; – ἐθελοθρησκέω erkl. Suid. ἰδίῳ θελήματι σέβειν τὸ δοκοῦν.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελοθρησκεία: ἡ, αὐθαίρετος, κατ’ ἰδίαν ἐκλογὴν λατρεία, Ἐπιστ. πρὸς Κολ. β΄, 23, (ἐθελοθρησκία, κείμενον Tischendorf.)