ἀποφοιτάω

From LSJ
Revision as of 11:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποφοιτάω Medium diacritics: ἀποφοιτάω Low diacritics: αποφοιτάω Capitals: ΑΠΟΦΟΙΤΑΩ
Transliteration A: apophoitáō Transliteration B: apophoitaō Transliteration C: apofoitao Beta Code: a)pofoita/w

English (LSJ)

fut. -ήσομαι Thom.Mag.p.7 R.:—

   A cease to attend a master, ἀ. παρά τινος, of scholars, Pl.Grg.489d; ἀ. πρός τινα go away to a new master, Din.Fr.6.13: abs., cease to go to school, Lys.Fr.116; also ἀ. τῶν ἐκκλησιῶν Philostr.VS1.17.2, cf. VA7.25, Hld.3.13.    2 desert, abscond, πρός τινα Plu.Lys.4, cf. Aristid.Or.21(22).15; of ships in battle, Procop.Goth.4.23; simply, depart, Dionys.Av.1.11.

German (Pape)

[Seite 335] weggehen, παρά τινος, vom Lehrmeister, Plat. Gorg. 489 d; πρός τινα, zu einem andern Lehrer gehen, Dinarch. frg. bei Suid. v. χρυσοχοεῖν; vgl. Plut. Lys. 4; – auseinander gehen, sich trennen, VLL., auch = sterben.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφοιτάω: μέλλ. -ήσομαι Θωμ. Μ. 106: - παύομαι ἀπὸ τοῦ νὰ μεταβαίνω εἰς τὸν διδάσκαλόν μου, δὲν φοιτῶ πλέον εἰς αὐτόν, πραότερόν με προδίδασκε, ἵνα μὴ ἀποφοιτήσω παρά σοῦ, ἐπὶ τῶν φοιτώντων εἰς διδασκάλους, Πλάτ. Γοργ. 489D· οὕτως ἀπ. πρός τινα, ἀπέρχομαι εἰς ἄλλον διδάσκαλον ἤ τεχνίτην, Δείναρχ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. χρυσοχοεῖν: ἀπολ., παύομαι τοῦ νὰ φοιτῶ εἰς τὸ σχολεῖον, Λυσ. Παρ’ Εὐστ. 1167. 23: - οὕτω καὶ ἀπ. τῶν ἐκκλησιῶν Φιλόστρ. 504.