ἀπίμελος
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
ον, (πῑμελή)
A without fat, not fat, Diocl.Fr.136, Arist.HA 519b8, PA675b11, al.: Comp. -ώτερος ib.672a23: Sup. -ώτατος HA 520a19.
German (Pape)
[Seite 291] dasselbe, Ath. III, 116 e, Ggstz πίων; Arist. im comp. ἀπιμελώτερος, H. A. 3. 14. 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπίμελος: -ον, (πῑμελὴ) ὁ μὴ ἔχων πιμελήν, ὁ ἄνευ πάχους,