ἐξανασπάω
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
English (LSJ)
A tear away from, ἐκ τῶν βάθρων Hdt.5.85; βάθρων E. Ph.1132: tear up from, [ἐλάτην] χθονός Id.Ba.1110.
German (Pape)
[Seite 868] (s. σπάω), heraus- u. emporziehen, τινός, aus Etwas, Eur. Phoen. 1139 Bacch. 1108; ἐκ τῶν βάθρων Her. 5, 85.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανασπάω: μέλλ. -άσω, ἐξάγω τι βιαίως ἐκ τῆς ἑαυτοῦ θέσεως, τὰ ἀγάλματα... ἐπειρῶντο ἐκ τῶν βάθρων ἐξανασπᾶν Ἡρόδ. 5. 85· μοχλοῖσιν ἐξανασπάσας βάθρων Εὐρ. Φοίν. 1132· ἀποσπῶ ἔκ τινος, ἐκριζόω, «ξερριζώνω», αἱ δὲ (μαινάδες) μυρίαν χέρα προσέθεσαν ἐλάτῃ κἀξανέσπασαν χθονὸς ὁ αὐτ. Βάκχ. 1110.