ἀνθύλλιον
From LSJ
ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever
English (LSJ)
τό, Dim. of ἄνθος, M.Ant.4.20, Dsc.2.183. II = sq. 1, Plin.HN26.84, cf. 21.175. III = μυοσωτίς, Ps.-Dsc.4.86.
German (Pape)
[Seite 235] τό, dimin. von ἄνθος, Blümchen, M. Anton. 4, 20; auch = folgdm.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθύλλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἄνθους, μικρὸν ἄνθος, «λουλουδάκι» Μ. Ἀντων. 4. 20· πρβλ. ἐπύλλιον. ΙΙ. = τῷ ἑπομ. ἐν Πλιν. Φυσ. Ἱστ. 26. 8.