διαφάδην
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
English (LSJ)
Dor. -άδαν [φᾰ], Adv.
A openly, ὀνειδίσαι Sol. ap. Arist. Ath.12.5, cf. Alcm.23.56.
German (Pape)
[Seite 609] od. διαφάνδην, offenbar, Poll. 6, 207, bei Bekker ἀναφανδόν.
Greek (Liddell-Scott)
διαφάδην: [φᾰ], ἐπίρρ., φανερῶς, Πολυδ. Β΄, 129, καὶ Δωρ. διαφάδαν, διαφάδαν τί τοι λέγω; Ἀλκμ. 5. 56, πρβλ. Κόντ. Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 334.