ἐκπυρήνισις
From LSJ
εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
English (LSJ)
εως, ἡ,
A squeezing out, Olymp. in Mete.38.25, Mich. in PN117.15.
German (Pape)
[Seite 777] ἡ, das Herausquetschen und Fortschnellen, Sp., wie Eust., vom Blitze.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπῡρήνισις: -εως, ἡ, ἔκθλιψις τῶν πυρήνων τῶν ἀπὸ δακτύλων ἀποπιεζομένων, Ὀλυμπιόδ. Σαρακηνικ. σ. 49· ἐξακόντισις, ἀστραπῆς … ἐκπυρήνισιν Εὐστ. Πονημάτ. 203. 11.