μόριον

From LSJ
Revision as of 10:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόριον Medium diacritics: μόριον Low diacritics: μόριον Capitals: ΜΟΡΙΟΝ
Transliteration A: mórion Transliteration B: morion Transliteration C: morion Beta Code: mo/rion

English (LSJ)

τό, prop. Dim. of μόρος,

   A piece, portion, Hdt.7.23, Pl.R.525e, etc.; of quarters of the world, Hdt.2.16; parts of a country, Th.7.58; of an army, Id.2.39; ψυχῆς μ. E.Andr.541 (anap.); βραχεῖ μορίῳ τῆς δαπάνης Th.8.46; ἐν βραχεῖ μ. ἡμέρας Id.1.85, cf. 141; ψαμάθου μ. βραχύ AP7.404.7 (Zon.).    II constituent part, member (opp. μέρος, a mere part), μ. ἀρετῆς, πολιτικῆς, Pl.Lg.696b, Grg.463d; εἰς ἃ τὸ εἶδος διαιρεθείη ἂν . . λέγεται μόρια τούτου Arist.Metaph.1023b18; τέχναι καὶ ἐπιστῆμαι κατὰ μόριον γινόμεναι, opp. περὶ γένος ἕν τι τέλειαι, Id.Pol.1288b11.    2 esp. of the members or parts of the body, Id.HA488b29; περὶ ζῴων μορίων, title of the treatise de partibus animalium: in pl., esp. parts or genitals, male and female, ἀνδρεῖα μόρια Luc.Vit.Auct.6; τὰ γεννητικὰ μ. D.S.1.85; τὰ μόρια Plu.2.797f: less freq. in sg., μ. ἀνδρὸς γόνιμον ib.323b, cf. Gal. 12.431; μ. γυναικεῖον Luc.DMort.28.2.    3 of persons, member of a council, etc., Arist.Pol.1282a37.    III Gramm., part of speech, D.H.Comp.6, A.D.Pron.36.21, al.; in full, μ. λέξεως D.H. Comp. 17; μ. λόγου Plu.2.731e.    2 prefix or suffix, opp. μέρος (part of a word), Corn.ND13, EM141.47,809.9.    IV Arith., fraction with 1 for numerator, Dioph. 1p.6T.; also, fraction in general, Id.5.20,al.; denominator of a fraction, Id.1.23, al., Hero *Stereom.2.16; μορίου or ἐν μορίῳ c. gen., divided by... Dioph.3.19, 1.25.

German (Pape)

[Seite 207] τό, dim. von μόρος, Theilchen, Stückchen; μέγ' ἀναλώσας ψυχῆς μόριον, Eur. Andr. 542; in Prosa, Her. 2, 16. 7, 23; βραχεῖ μορίῳ ἡμέρας, Thuc. 1, 85; ἐν βραχεῖ μορίῳ, von der Zeit gesagt, 1, 141; vgl. noch 8, 46. 6, 92; Plat. oft u. Folgde. – Bei den Gramm. = Partikel. – Bei den Medic. ein Glied des menschlichen Körpers und des thierischen überhaupt, wie Arist. περὶ ζῴων μορίων geschrieben; bes. auch Geschlechtsglied, S. Emp. pyrrh. 3, 205; γόνιμον, Plut. fort. Rom. 10; γυναικεῖον, Luc. Dial. mort. 28, 2; ἀνδρεῖα, vit. auct. 6; τὰ γεννητικά, D. Sic. 1, 85. – Die Art als Unterabtheilung der Gattung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μόριον: τό, κυρίως ὑποκορ. τοῦ μόρος, τεμάχιον, μέρος, μερίς, Ἡρόδ. 7. 23, Πλάτ., κτλ.· ἐπὶ τμημάτων τῆς σφαίρας, Ἡρόδ. 2. 16· ἐπὶ τῶν μερῶν χώρας, Θουκ. 7. 58· ἐπὶ στρατοῦ, ὁ αὐτ. ἐν 2. 39· ψυχῆς μ. Εὐρ. Ἀνδρ. 541 βραχεῖ μορίῳ τῆς δαπάνης Θουκ. 8. 46· βραχεῖ μ. ἡμέρας ὁ αὐτ. ἐν 1. 85, πρβλ. 141. ΙΙ. μέροςμέλος συστατικόν τινος, ὅθεν διάφορον τοῦ ἁπλῶς τοιούτου, εἰς ἃ τὸ εἶδος διαιρεθείη ἄν... λέγεται μόρια τούτου Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 25, 2· κατὰ μόριον γιγνόμεναι τέχναι, ἀντίθετ. τῷ περὶ γένος ἕν τι τέλειαι, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 4. 1, 1. 2) ἐντεῦθεν, τὰ μέρη ἢ μέλη σώματος, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 2· πρβλ. τοῦ αὐτοῦ τὸ περὶ ζῴων μορίων, de Partibus Animalium· - ἐν τῷ πληθ., ἰδίως τὰ γεννητικὰ μόρια τοῦ ἄρρενος καὶ θήλεος, ἀνδρεῖα μόρια Λουκ. Βίων Πρᾶσις 6· τὰ γεννητικὰ μόρια Διόδ. 1. 85· τὰ μόρια Πλούτ. 797F· ὡσαύτως καθ’ ἑνικ., μ. ἀνδρὸς γόνιμον αὐτόθι 323Β· μ. γυναικεῖον Λουκ. Νεκρικ. Διάλ. 28. 2. 3) ἐπὶ προσώπων, μέλος συμβουλίου τινός, κτλ., Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 17, πρβλ. 4. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Γραμμ. μόριον ἐγκλιτικόν, ἢ ἁπλῶς λεξείδιον ἄκλιτον, «Ἴλιόν δε. τὸ δέ, οὐκ ἔστι μέρος λόγου, ἀλλὰ μόριον» Μέγ. Ἐτυμολ. 809. 9., 141. 47· - τοῦ λόγου τὰ μόρια, τὰ μέρη τοῦ λόγου, Διον. Ἁλ. V, 7. 11., 31, 8., 64, 18., κτλ., Πλούτ. 2. 731Ε. IV. ἐν τῇ Ἀριθμ., ὁ διαιρέτης ἀριθμοῦ τινος· ὡσαύτως κλάσμα.