διαδιδράσκω

From LSJ
Revision as of 09:57, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαδιδράσκω Medium diacritics: διαδιδράσκω Low diacritics: διαδιδράσκω Capitals: ΔΙΑΔΙΔΡΑΣΚΩ
Transliteration A: diadidráskō Transliteration B: diadidraskō Transliteration C: diadidrasko Beta Code: diadidra/skw

English (LSJ)

Ion. διαδιδρήσκω, aor. 2 part.

   A -δράντας Hdt.8.75: pf. -δέδρᾱκα Ar.Ach.601:—run away, escape, Hdt. l. c., Th.7.85, PPetr.2p.101 (iii B. C.), etc.; διαδεδρακότες shirkers, Ar. l.c.    2 c. acc., escape from, τινά Hdt.3.135, etc.; τὸ πάθος, τὸν ὄλεθρον, Aret. SA1.10,2.8:—Pass., Hsch.    3 fly in all directions, LXX 2 Ma.8.13.

German (Pape)

[Seite 576] (s. διδράσκω), entfliehen, τινά, Her. 8, 75 u. öfter; Ar. Ach. 601; Thuc. 7, 58 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

διαδιδράσκω: μέλλ. -δράσομαι· Ἰων. διαδιδρήσκω, -δρήσομαι: ἀόρ. β΄ -έδραν· πρκμ. δέδρᾱκα· - ἐκφεύγω, φεύγω μακράν, δραπετεύω, Ἡρόδ. 8. 75, κ. ἀλλ.· διαδεδρακότες, οἱ διαφυγόντες, Ἀριστοφ. Ἀχ. 601. 2) μετ’ αἰτ., φεύγω τι, φεύγω μακράν τινος, ἐκφεύγω, τινὰ Ἡρόδ. 3. 135.