ἔναντα
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
(
A ἐνάντᾳ Tim.Pers.11), Adv. opposite, over against, c.gen., ἔ. Ποσειδάωνος ἄνακτος ἵστατ' Ἀπόλλων Il.20.67; τοὶ δ' ἔ. στάθεν Pi. N.10.66; τὸν δ' ἔ. προσβλέπειν νεκρόν S.Ant.1299 (lyr.); ἔ. ἐλθεῖν E. Or.1478 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 826] entgegen, gegenüber; τινὸς ἵστασθαι Il. 20, 67; ἔναντα στάθεν Pind. N. 10, 66; τὸν δ' ἔν. προσβλέπω, vor Augen sehen, Soph. Ant. 1284; ἐλθεῖν Eur. Gr. 1478; sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἔναντα: ἐπίρρ., ἀπέναντι, κατέναντι, μετὰ γεν., ἔναντα Ποσειδάωνος ἄνακτος ἵστατ᾿ Ἀπόλλων Ἰλ. Υ. 67· τοὶ δ᾿ ἔναντα στάθεν Πινδ. Ν. 10. 123· τὸν δ᾿ ἔναντα προσβλέπω νεκρὸν Σοφ. Ἀντ. 1299· ἔναντα ἐλθεῖν Εὐρ. Ὀρ. 1478.