συνδυάζω
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
—Pass., aor.
A -εδυάσθην Arist.GA724b15: pf. συνδεδύασμαι ib.729b30:—join one and one, couple, Id.EN1131b8; τι πρός τι Id.Pol.1321a18:—Pass., to be taken two at a time, ib.1300a19, 1317a1, Gal.6.214; to be coupled with another person or thing, Arist. Top.118b15: abs., to be coupled with something else, Id.Rh.1377a30. 2 Pass., freq. of marriage or sexual intercourse, pair, copulate, Id.Pol.1252a26, etc.; σ. τῷ τυχόντι Id.EE1242a24; esp. of animals, X.Cyn.5.6, Arist.HA539b9, al.: c. dat., συνδυασθέντες ἄρρην θηλείᾳ καὶ θήλεια ἄρρενι Pl.Lg.840d, cf. Arist.HA612b33, GA746b12, al. II intr. in Act., join oneself with, combine with, of persons and things, τινι Plb.4.38.6, S.E.M.9.254: abs., combine, Plb.30.5.8. III as law-term, συνδυάζεσθαί τινι to be in collusion with any one, Just.Nov.130.7; cf. συνδυασμός 11.
German (Pape)
[Seite 1009] zwei Menschen od. zwei Dinge mit einander verbinden, paaren; συνδυασθέντες ἄῤῥην θηλείᾳ κατὰ χάριν καὶ θήλεια ἄῤῥενι, sich paarend, Plat. Legg. VIII, 840 d; vgl. Valck. diatr. p. 50. – Auch intrans., sich paaren, begatten, τινί, mit Einem, und übh. sich verbinden, τινί, Pol. 4, 38, 6 u. öfter, u. a. Sp. – Bei Sp. ist συνδυάζεσθαί τινι, bes. vom Richter gesagt, mit einer Partei unter einer Decke stecken, mit ihr gemeinschaftliche Sache machen, Ict.
Greek (Liddell-Scott)
συνδυάζω: μέλλ. -άσω. ― Παθ., ἀόρ. -εδυάσθην Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 38· συνδεδύασμαι αὐτόθι 1. 21, 7. Συνάπτω δύο ὁμοῦ, συνδέω ἀνὰ δύο ὁμοῦ, ζευγαρώνω, συζεύγνυμι, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 5. 3, 11· τι πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 6. 7, 2, πρβλ. 6. 1, 1, κτλ.· ― Παθ., λαμβάνομαι ἀνὰ δύο, κατὰ δυάδας, ὁ αὐτ. Ρητ. 1. 15, 32, Πολυδ. Δ΄, 15, 16· συνάπτομαι μετ’ ἄλλου προσώπου ἢ πράγματος, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 3. 3· ἀπολ., συνάπτομαι μετά τινος ἄλλου, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 15, 32. 2) ἐν τῷ παθ., συχνάκις ἐπὶ γάμου ἢ ἁπλῶς ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, συζεύγνυμαι, ζευγαρώνομαι, συνουσιάζομαι, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 1. 2, 2, κτλ.· ― σ. τῷ τυχόντι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Εὐδ. 7. 10, 1· μάλιστα ἐπὶ ζῴων, Ξεν. Κυν. 5, 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ 5. 1, 9, κ. ἀλλ.· μετὰ δοτ., συνδυασθέντες ἄρρην θηλείᾳ καὶ θήλεια ἄρρενι Πλάτ. Νόμ. 840D, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 4, π. Ζ. Γεν. 2. 7, 13, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐν τῷ ἐνεργ., συνάπτω ἐμαυτὸν μετά τινος, συζεύγνυμαι μετά τινος, τινι Πολύβ. 4. 38, 6, Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 9. 254· ἀπολ., συνδυάζομαι, συνενοῦμαι, Πολύβ. 30. 5, 8. ΙΙΙ. ὡς νομικὸς ὅρος, συνδυάζεσθαί τινι, συνωμοτεῖν μετά τινος, Βυζ.· πρβλ. συνδυασμός ΙΙ.