ἐξανδραποδίζω

From LSJ
Revision as of 09:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανδρᾰποδίζω Medium diacritics: ἐξανδραποδίζω Low diacritics: εξανδραποδίζω Capitals: ΕΞΑΝΔΡΑΠΟΔΙΖΩ
Transliteration A: exandrapodízō Transliteration B: exandrapodizō Transliteration C: eksandrapodizo Beta Code: e)candrapodi/zw

English (LSJ)

   A reduce to utter slavery, Ἀθήνας Hdt.6.94, cf. X. HG2.1.15:—mostly in Med. ἐξανδρᾰποδ-ίζομαι, τοὺς Τεγεήτας Hdt.1.66, cf. And.4.22, X.HG2.2.16, etc.; τῶν τεθνεώτων ἐ. τοὺς βίους confiscate the substance of the deceased, Plb.32.5.11.—The Att. fut. ἐξανδραποδιοῦμαι, Ion. -ιεῦμαι, which is mostly trans. (as in Hdt.1.66), takes a pass. sense in Id.6.9: so aor. 1 ἐξηνδραποδίσθην ib.108, D.50.4: pf. part. ἐξηνδραποδισμένος Plu.Ant.3, Luc.Cal.19.

German (Pape)

[Seite 868] in Knechtschaft bringen, unterjochen; Ἀθήνας Her. 6, 94; Xen. Hell. 2, 1, 15; häufiger im med., sich unterjochen, zu Sklaven machen, Her. 1, 66 u. oft; Xen. Hell. 2, 2, 16; Plat. Legg. III, 698 c u. Redner; allgemein, rauben, τοὺς βίους τῶν τεθνεώτων Pol. 32, 21, 11; – das fut. ἐξανδραποδιοῦμαι, sonst act., z. B. Her. 1, 66, steht in passiver Bdtg, 6, 99.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανδραποδίζω: Ἡρόδ. 6. 94, Ξεν. Ἑλλην. 2. 1, 15, ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἐξανδραποδίζομαι, Ἡρόδ., κλ. Ἀνδραποδίζω ἐντελῶς, ὑποδουλώνω, Ἀθήνας Ἡρόδ. 6. 94· τοὺς Τεγεήτας ὁ αὐτ. 1. 66, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν Ἀνδοκ. 32. 6, Ξεν. κλ.· τῶν τεθνεώτων ἐξανδ. τοὺς βίους, δημεύειν τὰς περιουσίας τῶν ἀποθανόντων, Πολύβ. 32. 21, 11: - πρβλ. ἀνδραποδίζω. Ὁ Ἀττ. μέλλ. ἐξανδραποδιοῦμαι, Ἰων. -ιεῦμαι, ὅστις κατὰ τὸ πλεῖστον εἶναι μεταβατ. (ὡς ἐν Ἡροδ. 1. 66) λαμβάνει παθ. σημ. ἐν 6. 9: οὕτως ἀόρ. α΄ ἐξηνδραποδίσθην αὐτόθι 108, Δημ. 1207. 18· μετοχ. πρκμ. ἐξηνδραποδισμένος Λουκ. π. Διαβολ. 19.