ἀντικόπτω

From LSJ
Revision as of 10:02, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντικόπτω Medium diacritics: ἀντικόπτω Low diacritics: αντικόπτω Capitals: ΑΝΤΙΚΟΠΤΩ
Transliteration A: antikóptō Transliteration B: antikoptō Transliteration C: antikopto Beta Code: a)ntiko/ptw

English (LSJ)

   A cut down mutually, ἀλλήλους D.C.43.37 (nisi leg. ἀνακ-).    II beat back, resist,    1 in a physical sense, c. acc., ὁκόταν νέφεα . . ἀντικόψῃ πνεῦμα ἐναντίον Hp.Aeër. 8: abs., ὅταν πνεῦμα ἀντικόπτῃ νότιον Arist.HA599a1, cf. PA642b1; check growth, ὅταν ἀντικόψῃ ὁ χειμών Thphr.CP1.12.6, cf. Epicur. Ep.1p.11U., al.:—in Pass., meet with resistance, Id.Nat.Herc.908.2; ἀ, ἀλλήλοις, of winds, Thphr.Vent.53.    2 of persons, ὁ δὲ Θηραμένης ἀντέκοπτε λέγων . . X.HG2.3.15, cf. Aristid. Or.43(1).10: c. dat, Phld.Vit.pp 9,25J.    3 of things, ἤν τι ἀντικόψῃ if there be any hindrance, X.HG2.3.31; ἡ πυκνότης ἀ. πρὸς τοῦτο militates against this, Demetr.Lac.Herc.1055.18.

German (Pape)

[Seite 253] entgegen-, zurückstoßen, Theophr., vom Winde; – intr., ἤν τι ἀντικόπτῃ, wenn sich ein Hinderniß zeigt, Xen. Hell. 2, 3, 17; sich widersetzen, 2, 3, 15 ἀντέκοπτε λέγων.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικόπτω: ἀντικρούω, ἀπωθῶ, ἀνθίσταμαι, ἐμποδίζω, 1) ἐπὶ φυσικῶν φαινομένων, μετ’ αἰτιατ., ὅταν νέφεα... ἀντικόπτῃ πνεῦμα ἐναντίον Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· ἀπολ., ὅταν πνεῦμα ἀντικόψῃ νότιον Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 13, 13, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 36, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 12, 9· ἀντ. ἀλλήλοις, ὡσαύτως ἐπὶ ἀνέμων, ὁ αὐτ. περὶ Ἀνέμ. 53. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ δὲ Θηραμένης ἀντέκοπτε λέγων... Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 15. 3) ἀπρόσ., ἤν τι ἀντικόψῃ, ἐὰν παρουσιασθῇ κανὲν ἐμπόδιον, αὐτόθι 2. 3, 31.