ἐκδημία
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ἡ,
A going or being abroad, E.Fr.768: pl., Id.Hyps.Fr.5(3).15 (prob.); ἐ. πολιτικαί (opp. κατὰ πόλεμον καὶ στρατείας ἀποδημίαι) public missions, Pl.Lg.950e. 2 exile, ib.869e. 3 metaph., departure from life, AP3.5 (lemma).
German (Pape)
[Seite 756] ἡ, das Verreisen, der Aufenthalt in der Fremde, Eur. bei B. A. 93; Plat. Legg. XII, 950 e; das Exil, IX, 869 e; Sp.; die Auswanderung, τῆς χώρας, aus dem Lande, D. Sic. 1, 82. – Bei Sp. der Hingang, d. i. das Sterben.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδημία: ἡ, ἀποδημία, Εὐρ. Ἀποσπ. 768· κατὰ πληθ., ταξείδια, Πλάτ. Νόμ. 950Ε. 2) ἐξορία, αὐτόθι 869Ε. 3) μεταφ., ἀποβίωσις, Ἀνθ. Π. 3. 5 (λῆμμα).