διαλανθάνω

From LSJ
Revision as of 11:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλανθάνω Medium diacritics: διαλανθάνω Low diacritics: διαλανθάνω Capitals: ΔΙΑΛΑΝΘΑΝΩ
Transliteration A: dialanthánō Transliteration B: dialanthanō Transliteration C: dialanthano Beta Code: dialanqa/nw

English (LSJ)

fut.

   A -λήσω Isoc.3.16, and as v.l. in Hp.Acut.(Sp.). 21 -λήσομαι: aor. διέλαθον: pf. διαλέληθα Pl.Euthd.278a:—escape notice, with part., διαλήσει χρηστὸς ὤν Isoc.l.c.; but also διαλαθὼν ἐσέρχεται Th.3.25: c. acc. pers., escape the notice of, θεούς X.Mem.1.4.19; σὲ τοῦτο διαλέληθε Pl.l.c., Isoc.1.44; ὁ διαλεληθὼς (sc. λόγος), a fallacy, Chrysipp.Stoic.2.8.    II abscond, BGU1187.23 (i B. C.), PSI4.285.11 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 586] (s. λανθάνω), ganz verborgen sein; Isocr. 11. 25; τινά, vor Jemandem, ihm entgehen, σὲ τοῦτο διαλέληθε Plat. Euthyd. 278 a; Legg. III, 677 d: Isocr. 1, 44; Xen. Mem. 1, 4, 19 u. Sp., wie Plut. Thes. 23; – c. partic., διαλήσει χρηστὸς ὤν Isocr. 3, 16; 4, 84; u. umgekehrt, διαλαθὼν εἰσέρχεται Thuc. 3, 25.

Greek (Liddell-Scott)

διαλανθάνω: μέλλ. -λησω, καὶ παρ’ Ἱππ. 399 -λήσομαι, ἀόρ. διέλᾰθον· -- διαφεύγω τὴν προσοχήν τινος, μετὰ μετοχ., διαλήσει χρηστὸς ὢν Ἰσοκρ. 29 ἐν τέλ.· ἀλλ’ ὡσαύτως, διαλαθὼν εἰσέρχεται Θουκ. 3. 25· μετ’ αἰτιατ. προς., διαφεύγω τὴν προσοχήν τινος, θεοὺς Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 19· σὲ τοῦτο διαλέληθε Πλάτ. Εὐθυδ. 278Α.