προσβαίνω
English (LSJ)
Dor. ποτι- Sophr. in Stud.Ital.10.123: fut. -βήσομαι: aor. 2 προσέβην: aor. Med. προσεβήσατο, Ep.
A -ετο Il.14.292:— put one's foot against, Hom. (who uses only aor. Act. and Med.), λὰξ προσβὰς ἐκ νεκροῦ χάλκεον ἔγχος ἐσπάσατ' Il.5.620; πρὸς τὸ κάτω τοῦ τόξου τῷ ἀριστερῷ ποδὶ π., so as to get a purchase in drawing it, X.An.4.2.28; τῷ ποδί Arist.Mech.852b25. 2 approach, c. acc. loci, in Hom. mostly of mountains or heights, Ἥρη . . προσεβήσετο Γάργαρον ἄκρον Il.14.292, cf. 2.48, 23.117, Od.21.5, Hes.Sc.33, A.Pr. 130 (lyr.), E.Alc.480, etc.; ἐς ἄλσος, ἐς τὴν Αάκαιναν, S.OC125 (lyr.), X.HG7.1.29; ποτιβάντες νυν πὸτ τὰν ἱστίαν θωκεῖτε Sophr. l.c.<*> c. dat., τῷ τείχει π. Pl.Phdr.227d, etc. 3 mount, ascend, κατά τι Hdt.1.84, cf. Plb.7.17.4; πρὸς λόφον Id.1.30.10, etc.; ὄρει π. climb up a mountain, of a town, Philostr.VA2.9; τοῦ ποταμοῦ πρὸς πάντα τὰ χώματα προσβαίνοντος PPetr.2p.22 (iii B.C.). 4 abs., walk, π. μακράν S.Ph.42. 5 metaph., come upon, τίς σε . . προσέβη μανία; Id.OT1300 (anap.); ἄλλοις ἄλλα π. ὀδύνα E.IT195 (lyr.). b attain an age, ἐκ παιδὸς τὸν ἄνδρα προσβάς Sardis 7(1).79c5 (iii A.D.). c join a group, ἐπίκρισις τῶν -βαινόντων εἰς τοὺς ἀπὸ γυμνασίου POxy. 257.5 (i A.D.), cf. Sammelb.7440.10 (ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 753] (s. βαίνω), Hom. hat auch aor. med. προσεβησάμην, neben aor. II. act., hinzu-, hinaufschreiten, hinaufsteigen, darauftreten; Hom. fügt den Ort, den man hinaufsteigt, im acc. hinzu, Il. 2, 48. 23, 117 Od. 21, 5. 43 u. sonst; eben so Hes. Sc. 33 u. Her. 1, 84; φιλία γὰρ ἥδε τάξις προσέβα τόνδε πάγον, Aesch. Prom. 130; Eur. Alc. 483 u. öfter; absolut, Soph. Phil. 42, wie Eur. oft; auch übertr., τίς σε προσέβη μανία; Soph. O. R. 1300; übh. herangehen, τινί, προσβὰς τῷ τείχει, Plat. Phaedr. 227 e; εἴς τινα, Xen. Hell. 7, 1, 29; πρός τι, An. 4, 2, 28, wie Pol. oft u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσβαίνω: μέλλ. -βήσομαι· ἀόρ. β΄ προσέβην· μέσ. ἀόρ. προσεβήσατο, Ἐπικ. -ετο, Ὅμ. Ἐπιβαίνω, πατῶ ἐπί τινος, Ὅμ. (ὅστις μεταχειρίζεται μόνον τὸν ἐνεργ. καὶ μέσ. ἀόρ.), λὰξ προσβὰς Ἰλ. Ε. 620· εἷλκον δὲ τὰς νευράς, ὁπότε τοξεύοιεν, πρὸς τὸ κάτω τοῦ τόξου τῷ ἀριστερῷ ποδὶ προσβαίνοντες Ξεν. Ἀν. 4. 2, 28· τῷ ποδὶ Ἀριστ. Μηχαν. 14. 2) βαίνω πρός, φθάνω εἰς, μετ’ αἰτ. τόπου, Ἥρη... προσεβήσετο Γάργαρον ἄκρον Ἰλ. Ξ. 292, πρβλ. Β. 48, Ψ. 117, Ὀδ. Φ. 5· οὕτως ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 33, Αἰσχίν. Πρ. 129, Εὐρ. Ἄλκ. 480, κτλ.· ― μετὰ δοτ., τῷ τείχει πρ. Πλάτ. Φαῖδρ. 227D, κτλ. 3) ὡς τὸ ἀναβαίνω, κατά τι Ἡρόδ. 1. 84, πρβλ. Πολύβ. 7. 17, 4· πρ. ἐς..., Σοφ. Ο. Κ. 125, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 29· πρός..., Πολύβ. Ι. 30, 10, κτλ. 4) ἀπολ., περιπατῶ, πρ. μακρὰν Σοφ. Φιλ. 42. 5) μεταφορ., ἐπέρχομαι, καταλαμβάνω, τίς σε... προσέβα μανία; ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1300· ἄλλοις ἄλλα πρ. ὀδύνα Εὐρ. Ι. Τ. 195.