στομήρης

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στομήρης Medium diacritics: στομήρης Low diacritics: στομήρης Capitals: ΣΤΟΜΗΡΗΣ
Transliteration A: stomḗrēs Transliteration B: stomērēs Transliteration C: stomiris Beta Code: stomh/rhs

English (LSJ)

ες,

   A v. στομώδης.

German (Pape)

[Seite 948] ες, = εὔστομος, εὔφημος, Poll. 2, 101.

Greek (Liddell-Scott)

στομήρης: -ες, ἴδε στομώδης.

Greek Monolingual

-ῆρες, Α
στομώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + κατάλ. -ήρης (Ι) (πρβλ. ποδ-ήρης)].