ἀπουσία

From LSJ
Revision as of 19:30, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπουσία Medium diacritics: ἀπουσία Low diacritics: απουσία Capitals: ΑΠΟΥΣΙΑ
Transliteration A: apousía Transliteration B: apousia Transliteration C: apousia Beta Code: a)pousi/a

English (LSJ)

ἡ, (ἀπεῖναι)

   A absence, A.Ag.1259, E.Hec.962, Th.1.70, Ep.Phil.2.12, etc.    II waste, as in smelting ore, Arist.Mete.383b3, Agatharch.28; τρῖψις καὶ ἀ. POxy.1273.32 (iii A.D.).    III = ἀποσπερματισμός, Plu.2.364d.

German (Pape)

[Seite 333] ἡ, 1) die Abwesenheit, Aesch. Ag. 889. 1232; Dem. 1, 3. – 2) das Fehlende, der Verlust, ὀλίγης ἀπουσίας D. Sic. 3, 14. – 3) = ἀποσπερματισμός Plut. Is. 34.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπουσία: ἡ, (ἀπεῖναι) τὸ μὴ παρεῖναι, ἀπουσία ὡς καὶ νῦν, λέοντος εὐγενοῦς ἀπουσίᾳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1259, τῆς ἐμῆς ἀπουσίας Εὐρ. Ἑκ. 962, Θουκ. 1. 70, κτλ. ΙΙ. «ἀπόλειψις» (Ἡσύχ.) ἀπώλεια, κοιν. «φύρα», ὡς π.χ. κατὰ τὴν χώνευσιν μεταλλούχου γῆς, ἀπουσίαν γίγνεσθαι πολλὴν (δηλ. ἀπορρεῖν πολλὰ τοῦ σιδήρου τηκομένου) καὶ τὸν σταθμὸν ἐλάττω Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 10, Διόδ. 3. 14. ΙΙΙ. = ἀποσπερματισμός καὶ γὰρ οἱ Ἕλληνες τὴν τοῦ σπέρματος πρόεσιν ἀπουσίαν καλοῦσι, καὶ συνουσίαν τὴν μῖξιν Πλούτ. 2. 364D, ἴδε Οὐϋττεμβ. ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
absence.
Étymologie: part. prés. de ἄπειμι¹.