ἐνειλέω

From LSJ
Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνειλέω Medium diacritics: ἐνειλέω Low diacritics: ενειλέω Capitals: ΕΝΕΙΛΕΩ
Transliteration A: eneiléō Transliteration B: eneileō Transliteration C: eneileo Beta Code: e)neile/w

English (LSJ)

   A wrap in, τι ὀθονίῳ Dsc.5.72:—Med., τινὰ κακοῖσι Q.S. 14.294:—Pass., to be enwrapped, ἐν [τῇ γῇ] Arist.Mu.396a14; ἐν τῷ ἱματίῳ LXX 1 Ki.21.9(10); τῃ λεοντῇ Philostr.Her.12a.1; ῥάκεσι Artem.1.13; ἱστίοις δοράτια ἐνειλημένα Aen.Tact.29.6, cf. 31.7; φύλλοις Dsc.2.80.    II metaph., engage, ἐνίων αὑτοὺς ἐνειληκότων οἰκονομίαις PTeb.24.62 (ii B.C.):—Pass., to be engaged, entangled in or with, τοῖς πολεμίοις Plu.Art.11; ὅπλοις Id.Brut.45; ὥσπερ θηρίον ταῖς πάντων χερσίν Id.Caes.66; ὥσπερ ἄρκυσιν ἐνειλημένους prob. for -λημμ-, J.BJ6.2.8; βρέφη-ημένα τὰς χεῖρας Artem.l.c.; come to blows with, PRyl.144.18 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 836] darin einwickeln, verwickeln; τοῖς πολεμίοις ἐνειλούμενος Plut. Artaz. 11, öfter, wie andere Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνειλέω: περιτυλίσσω ἐντός τινος. - Μέσ. φων., Κῆρες... πολέεσσί μ’ ἐνειλήσαντο κακοῖσι Κόϊντ. Σμυρν. 14. 294. - Παθ., ἐνειλοῦμαι, περικλείομαι, τὸ πνεῦμα... ἐνειλούμενον ἐν αὐτῇ (τῇ γῇ) Ἀριστ. π. Κόσμου 4. 32· περικαλύπτομαι, τῇ λεοντῇ Φιλόστρ. 719. ΙΙ. Παθ. ὡσαύτως, συμπλέκομαι, Κῦρον δὲ τοῖς πολεμίοις ἐνειλούμενον Πλουτ. Ἀρτοξ. 11· περιφέρομαι ἐν, τῶν αἰχμαλώτων τὸ μὲν δουλικὸν πλῆθος ἐνειλούμενον ὑπόπτως τοῖς ὅπλοις ἐκέλευσεν ἀναιρεθῆναι ὁ αὐτ. Βροῦτ. 45.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
envelopper dans, τινι.
Étymologie: ἐν, εἰλέομαι de εἰλέω.