ἀποκεκινδυνευμένως
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
English (LSJ)
Adv.
A venturously, Them.Or.8.107c.
German (Pape)
[Seite 306] gewagt, Themist. 8 p. 107.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκεκινδυνευμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., μετὰ κινδύνου, Θεμίστ. 107C.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. de ἀποκινδυνεύω temerariamente Them.Or.8.107c.