λιναγρέτης

From LSJ
Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐναγρέτης Medium diacritics: λιναγρέτης Low diacritics: λιναγρέτης Capitals: ΛΙΝΑΓΡΕΤΗΣ
Transliteration A: linagrétēs Transliteration B: linagretēs Transliteration C: linagretis Beta Code: linagre/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A caught in the net, Lyc.237.

German (Pape)

[Seite 48] ὁ, im Netz gefangen, πορκέων, Lycophr. 237.

Greek (Liddell-Scott)

λῐναγρέτης: -ου, ὁ, ὁ συλληφθεὶς ἐν τῷ δικτύῳ, Λυκόφρ. 237. ΙΙ. ἁλιεύς, Φιλῆς σ. 240.

Greek Monolingual

λιναγρέτης, ὁ (Α)
πιασμένος στα δίχτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -αγρέτης (< ἀγρῶ πιάνω, καταλαμβάνω»), πρβλ. θηρ-αγρέτης].