σιτοπομπός

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτοπομπός Medium diacritics: σιτοπομπός Low diacritics: σιτοπομπός Capitals: ΣΙΤΟΠΟΜΠΟΣ
Transliteration A: sitopompós Transliteration B: sitopompos Transliteration C: sitopompos Beta Code: sitopompo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A transporter of corn, σειτ. ἀπὸ τῆς Αἰγύπτου Ephes.3p.106No.16.

Greek (Liddell-Scott)

σιτοπομπός: ὁ, ὁ μεταφέρων σῖτον, Μ. Φιλῆς τ. Β΄, σ. 171, ἔκδ. Mil. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 201.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
αυτός που μεταφέρει σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + πομπός «οδηγός, μεταφορέας»].