πῆμα
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
ατος, τό (same form in Dor.), poet. word,
A misery, calamity, π. κακόν Od.5.179; π. κακοῖο 3.152; δύης π. 14.338; π. τῆς ἄτης S.Aj. 363; π. θεὸς Δαναοῖσι κυλίνδει Il.17.688; τοῖσι . . πῆμα κυλίνδεται Od. 2.163, cf. Il.11.347; ἡμῖν πήματα πολλὰ θέσαν 15.721; τοι πῆμα τόδ' ἤγαγον Οὐρανίωνες 24.547; ἓν παρ' ἐσλὸν π. σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι Pi.P.3.81; πημάτων ἔξω πόδα ἔχει A.Pr.265; πήματα ἐπὶ πήμασι πίπτοντ' S.Ant.594 (lyr.); πῆμ' ἐπὶ πήματι κεῖται, i.e. iron upon iron, the sword forged upon the anvil, Orac. ap. Hdt.1.67, cf. 68; σοφιστὴς πημάτων deviser of pains (i. e. the labours of Heracles), E. Heracl.993. II of persons, bane, calamity, ὅς μιν ἔτικτε . . π. γενέσθαι Τρωσί Il.22.421, cf. 3.50, 160, 6.282, S.OT379; π. κακὸς γείτων Hes.Op.346. (Cf. Skt. p[imacracute]yati, Goth.fijan 'hate'.)
German (Pape)
[Seite 610] τό, Leid, Unglück, Unheil; oft bei Hom. u. Hes.; auch κακὸν πῆμα, Od. 5, 179; πῆμα κακοῦ, 3, 152; πῆμα δύης, 14, 338; τὸ πῆμα τῆς νόσου, Soph. Phil. 754, u. öfter; μὴ πλέον τὸ πῆμα τῆς ἄτης τίθει, Ai. 356; τὰ τοῦδε πενθεῖν πήματα, O. C. 743; Eur. oft; Ar. u. in später Prosa.
Greek (Liddell-Scott)
πῆμα: τό, διαμένει ἀμετάβλ. παρὰ τοῖς Δωρ.: λέξ. ποιητ., πάθημα, δυστύχημα, ὄλεθρος, Ὅμ., Ἡσ., Πίνδ., καὶ Τραγ., κατά τε τὸν ἑνικὸν καὶ τὸν πληθ.: κακὸν π. Ὀδ. Ε. 179· π. κακοῖο Γ. 152· π. δύης Ξ. 338· π. τῆς ἄτης Σοφ. Αἴ. 363· π. θεὸς Δαναοῖσι κυλίνδει Ἰλ. Ρ. 688· τοῖσι... πῆμα κυλίνδεται Ὀδ. Β. 163, πρβλ. Ἰλ. Λ. 347· ἡμῖν πήματα πολλὰ θέσαν Ο. 721· τοι πῆμα τόδ’ ἤγαγον οὐρανίωνες Ω. 547· πημάτων ἔξω πόδα ἔχειν Αἰσχύλ. Πρ. 263· πήματα ἐπὶ πήμασι Σοφ. Ἀντ. 593· πῆμ’ ἐπὶ πήματι κεῖται Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67, πρβλ. 68. ΙΙ. παρ’ Ὁμ., συχνάκις ἐπὶ προσώπων, ὄλεθρος, πληγή, ὅς μιν ἔτικτε... πῆμα γενέσθαι Τρωσὶ Ἰλ. Χ. 421, πρβλ. Γ. 50, 160. Ζ. 282, Σοφ. Ο. Τ. 379.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 souffrance, mal, malheur;
2 ce qui cause un dommage, un malheur, etc. ; fléau, calamité.
Étymologie: πάσχω -- DELG étym. obscure ; cf. ttf. avest. pâman, nom d’une maladie de la peau, skr. pâmán « maladie de la peau, gale », skr. pâpmán « souffrance, dommage ».