ἐνναίω

From LSJ
Revision as of 19:56, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνναίω Medium diacritics: ἐνναίω Low diacritics: ενναίω Capitals: ΕΝΝΑΙΩ
Transliteration A: ennaíō Transliteration B: ennaiō Transliteration C: ennaio Beta Code: e)nnai/w

English (LSJ)

   A dwell in, τοισίδ' ἐνναίει δόμοις E.Hel.488; ὅσοισι [κακοῖσι] . . ὁρᾷς ἐνναίοντά με S.Ph.472, cf. Lyr.Alex.Adesp.35.22; ἐκεῖ S.OC 788: c. acc. loci, inhabit, Mosch.4.36, A.R.1.1076: in later Prose, [Κόρινθον] ἐ. ἐν μέσοις τοῖς ἀγαθοῖς Aristid.Or.46(3).27: 3pl. fut. Med. ἐννάσσονται A.R.4.1751: 3pl. aor. 1 Med. ἐννάσσαντο ib.1213, Call.Del.15: 3sg. aor. 1 Pass. ἐννάσθη A.R.3.1181.

German (Pape)

[Seite 846] (s. ναίω), darin wohnen; ἐκεῖ Soph. O. C. 792; ὅσοισί τ' εἰσήκουσας ἐνναίοντά με (κακοῖς), sich darin befinden, Phil. 470; τοισίδε δόμοις Eur. Hel. 489; ἐν ὄρεσσιν Ap. Rh. 4, 519; c. acc., bewohnen, Θήβην Mosch. 4, 36, a. Sp., wie Opp. Hal. 2, 49; aor. ἐννάσσαντο Ap. Rh. 4, 1213, fut. ἐννάσσομαι 4, 1751; ἐννάσθη, er ließ sich nieder, 3, 1181.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνναίω: ναίω ἐν, κατοικῶ ἐντός, τοῖσι δ’ ἐνναίει δόμοις Εὐρ. Ἑλ. 488· διατελῶ ἐν, οἴοις κακοῖσι... ὁρᾷς ἐνναίοντά με Σοφ. Φιλ. 472· διαμένω ἔν τινι τόπῳ, ἐκεῖ χώρας ἀλάστωρ οὐμὸς ἐνναίων ἀεὶ ὁ αὐτ. Ο. Κ. 788· μετ’ αἰτ. τόπου, κατοικῶ, Θήβην κουροτρόφον ἐνναίουσιν Μόσχ. 4. 36, Ἀπολλ. Ρόδ.: - γ΄ πληθ. μέσ. μέλλ. ἐννάσσονται ὁ αὐτ. Δ. 1751· γ΄ πληθ. ἀορ. ἐννάσσαντο αὐτόθι 1213, Καλλ. εἰς Δῆλ. 15: ἀόρ. παθ. ἐννάσθη, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1181.

French (Bailly abrégé)

habiter dans;
Moy. ἐνναίομαι être établi dans, résider dans.
Étymologie: ἐν, ναίω.