περιτροχασμός
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
ὁ, f.l. for -ισμός in Antyll. ap. Orib.6.22.10.
Greek (Liddell-Scott)
περιτροχασμός: -οῦ, ὁ, τὸ τρέχειν τῇδε κἀκεῖσε, Ὀρειβάσ. 113 Matth.
Greek Monolingual
και περιτροχισμός, ὁ, Α περιτροχάζω
το να τρέχει κάποιος γύρω από κάτι.