ῥιφή
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ἡ,= ῥῖμμα and ῥῖψις, Lyc.235,1326.
German (Pape)
[Seite 845] ἡ, = ῥίμμα u. ῥῖψις, Lycophr. 235. 1326 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῐφή: ἡ, = ῥῖμμα καὶ ῥῖψις, Λυκόφρ. 235, 1326.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ρίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του ῥιπή σχηματισμένος από το θ. του παθ. αορ. β' ἐ-ρρίφ-ην του ῥίπτω.