ἀπόξυρος
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
ον, (ξυρόν]
A cut sharp off, abrupt, sheer, πέτραι Luc.Rh.Pr.7, Prom.1, cf. Peripl.M.Rubr.40.
German (Pape)
[Seite 317] abgeschoren, πέτρα, d. i. schroff, καὶ ἀπρόσβατος Luc. Prom. 1; vgl. rhet. praec. 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόξῠρος: -ον, (ξυρὸν) ἀπότομος, τραχύς, πέτραι Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 7, Προμηθ. 1˙ ἴδε ἐν λ. ἄποξυς.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ras, nu.
Étymologie: ἀποξύρω.