ἐναντιότης

From LSJ
Revision as of 19:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναντῐότης Medium diacritics: ἐναντιότης Low diacritics: εναντιότης Capitals: ΕΝΑΝΤΙΟΤΗΣ
Transliteration A: enantiótēs Transliteration B: enantiotēs Transliteration C: enantiotis Beta Code: e)nantio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A contrariety, opposition, Pl.Phd.105a, A.D.Conj. 253.16, Ph.1.7, etc.; πρὸς ἀλλήλω Pl.Tht.186b, etc.: pl., Ocell.2.4.    II in the Philos. of Arist., contrariety, Int.21a29, EN1108b27; v. ἐναντίος 1.4.

German (Pape)

[Seite 827] ητος, ἡ, das Entgegensein, der Gegensatz, Plat. Phaed. 105 a; πρὸς ἀλλήλω Theaet. 186 b; öfter Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναντιότης: -ητος, ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ ἐναντίος, τὴν τοῦ ἐπιφερομένου ἐναντιότητα Πλάτ. Φαίδ. 150Α· τὴν ἐναντιότητα πρὸς ἀλλήλω ὁ αὐτ. Θεαίτ. 186Β. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστοτέλους, ἀντίφασις ὅρων καὶ προτάσεων, ἐν ὅσαις κατηγορίαις μήτε ἐναντιότης ἔνεστι Ἀριστ. π. Ἑρμην. 11, 10· πρβλ. Ἠθ. Ν. 2. 8, 4 κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
opposition, contradiction.
Étymologie: ἐναντίος.