ὑψαύχενος

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψαύχενος Medium diacritics: ὑψαύχενος Low diacritics: υψαύχενος Capitals: ΥΨΑΥΧΕΝΟΣ
Transliteration A: hypsaúchenos Transliteration B: hypsauchenos Transliteration C: ypsaychenos Beta Code: u(yau/xenos

English (LSJ)

ον,

   A = ὑψαύχην, Ἄραβες Tim.Gaz. ap. Ar.Byz.Epit. 147.27.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψαύχενος: -ον, = ὑψαύχην, Χρησμ. Σιβ. 8. 37· τὸ γαῦρον καὶ ὑψαύχενον Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 338Α.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑψαύχενος, -ον, ΝΜΑ, και ύψαύχην, -ενος, ὁ, ἡ, Α
μτφ. υπεροπτικός, αλαζόνας, ακατάδεχτος
αρχ.
1. (για άλογο) αυτός που κρατά ψηλά το κεφάλι
2. (για φιάλη) αυτός που έχει ψηλό λαιμό
3. (για κάθισμα) αυτός που έχει ψηλό ερεισίνωτο, ψηλή ράχη
4. (για δέντρο) ψηλός («ἐλάτην ὑψαύχενα ἴδοιμ' ἄν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -αύχενος (< αὐχήν, -ένος), πρβλ. ἐρι-αύχην].