νεωλκία
From LSJ
ἡ γὰρ συνήθεια δεινὴ τοῖς κατὰ μικρὸν ἐνοικειουμένοις πάθεσι πόρρω προαγαγεῖν τὸν ἄνθρωπον → for habituation has a strange power to lead men onward by a gradual familiarization of the feelings
English (LSJ)
ἡ,
A hauling up a ship into dock, Aen.Tact.17.1, Arist.Ph.253b18, Thphr.HP5.7.2 (pl.), IG22.1028.37 (pl.): metaph., σῶμα ὥσπερ ἐν ν. τῇ σχολῇ τεθεραπευμένον Plu.2.136a.
Greek (Liddell-Scott)
νεωλκία: ἡ, τὸ ἀνέλκειν πλοῖον εἰς τὴν ξηρὰν ἢ καθέλκειν αὐτὸ εἰς τὴν θάλασσαν, Ἀριστ. Φυσ. 8. 3, 5, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 2.
Greek Monolingual
νεωλκία, ἡ (Α) νεωλκός
ρυμούλκηση πλοίου μέσα σε νεώριο, νεώλκηση.