μηδαμόθεν
From LSJ
Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit
English (LSJ)
Adv. of μηδαμός,
A from no place, X.Cyr. 8.7.14; μ. ἄλλοθεν from no other place, Pl.Phd.70e, GDIiv p.876 (Chios, iv B.C.), etc.; μηδεὶς μ., Lat. nullius filius, D.21.148.
German (Pape)
[Seite 169] von keiner Seite her; μηδ. ἄλλοθεν αὐτὸ γίγνεσθαι ἢ ἐκ τοῦ αὐτῷ ἐναντίου, Plat. Phaed. 70 e; Xen. Cyr. 8, 7, 14; Pol. 5, 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
μηδᾰμόθεν: Ἐπίρρ. τοῦ μηδαμός, ἐκ μηδενὸς τόπου ἢ προσώπου, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 14· μηδαμόθεν ἄλλοθεν, ἐκ μηδενὸς ἄλλου τόπου, Πλάτ. Φαίδων 70Ε, κτλ.· μηδεὶς μηδαμόθεν Δημ. 562. 24.
French (Bailly abrégé)
adv.
d’aucun endroit, d’aucune sorte.
Étymologie: μηδαμός, -θεν.