μεταρρύθμισις
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
εως, ἡ,
A alteration, prob. in Tz. ad Hes.Op. 42.
Greek (Liddell-Scott)
μεταρρύθμῐσις: ἡ, μεταβολή, ἀλλοίωσις, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 32.