τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
Full diacritics: μαιεύτρια | Medium diacritics: μαιεύτρια | Low diacritics: μαιεύτρια | Capitals: ΜΑΙΕΥΤΡΙΑ |
Transliteration A: maieútria | Transliteration B: maieutria | Transliteration C: maieytria | Beta Code: maieu/tria |
ἡ,
A midwife, S.Fr.99, Gal.Nat.Fac.3.3.
μαιεύτρια: ἡ, (ἄνευ ἀρσεν. μαιευτήρ), μαῖα, Σοφ. Ἀποσπ. 86.
η (AM μαιεύτρια)
η μαία
νεοελλ.
η μαιευτήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαιεύομαι + επίθημα -τρια].