ἐμπετάννυμι
τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man
English (LSJ)
or ἐμπεταννύω, fut. -πετάσω (v. infr.),
A to unfold and spread in or on, X.Cyr.1.6.40, J.BJ3.7.10: metaph., σφιν ἐμπετάσει λάθαν will spread oblivion, Hymn.Is.22:—Pass., to be spread, ἐπί τινος Callix.1. II in Pass., ἐ. ὕφεσι to be hung about with cloths, Socr.Rhod.1.
German (Pape)
[Seite 812] (s. πετάννυμι), darin, darüber ausbreiten; ἔν τινι, τὰ δίκτυα, Xen. Cyr. 1, 6, 40; οἱ τοῖχοι διαχρύσοις ἐμπεπετασμένοι ὕφεσι , mit Tapeten behangen, bei Ath. IV, 147 f; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπετάννῡμι: ἢ -ύω: μέλλ. -πετάσω, κρεμῶ, ἐκτείνω ὁλόγυρα, ἐν τούτοις δίκτυα δυσόρατα ἐνεπετάννυες ἂν Ξεν. Κύρ. 1. 6, 40· μεταφ., σφιν ἐμπετάσει λάθαν Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 1028. 22. - Παθ., κρέμαμαι, αὐλαῖαι... ἁλουργεῖς ἐνεπετάννυντο Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 206Α. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, ἦσαν δὲ... οἱ τοῖχοι ἁλουργέσι καὶ διαχρύσοις ἐμπεπετασμένοι ὕφεσι, κεκαλυμμένοι μὲ κρεμαστὰ ἁλουργῆ καὶ διάχρυσα ὑφάσματα, Σωκράτης ὁ Ρόδιος παρ’ Ἀθην. 147F.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐνεπετάννυον;
1 déployer, étendre sur;
2 couvrir en déployant.
Étymologie: ἐν, πετάννυμι.