ἀνοικίζω

From LSJ
Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοικίζω Medium diacritics: ἀνοικίζω Low diacritics: ανοικίζω Capitals: ΑΝΟΙΚΙΖΩ
Transliteration A: anoikízō Transliteration B: anoikizō Transliteration C: anoikizo Beta Code: a)noiki/zw

English (LSJ)

   A remove up the country, ἀ. τὴν Σπάρτην, i.e. break it up as a city, Arist.Rh.Al.1423a7; ἀ. τινὰς ἐς τὴν Περσίδα Paus.1.25.5, cf. Str.13.3.3; ἀ. [τέττιγας] φθόνου ἐς δένδρα remove them out of envy's way, dub. in Philostr.VA7.11 (leg. ἀπ-):—Pass. and Med., shift one's dwelling up the country, migrate inland or to higher ground, αὐτοὶ δ' ἀνῳκίσανθ' ὅπως ἀνωτάτω Ar.Pax207, cf. Av. 1351, Str.9.2.17, App.Pun.84; and of cities, to be built inland or away from the coast, Th.1.7:—generally, migrate, ἀνοικίσασθαι εἰς Ὄλυνθον Id.1.58, cf. 8.31.    II resettle, colonize afresh, Paus.2.1.2, Memn. 60 (Med.); rebuild, Aps.pp.239,245 H.:—Pass., to be repeopled, Plu. Luc.29.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοικίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: - ποιῶ πόλιν τινὰ ἀνάστατον μετοικίζων τοὺς κατοίκους αὐτῆς εἰς ἄλλο μέρος. Ἀθηναῖοι ἐξὸν. αὐτοῖς ἀνοικίσαι τὴν Σπάρτην Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλ. 2. 22· ἀν. τινὰς ἐς τὴν Περσίδα Παυσ. 1. 25, 4: μεταφ., ἀν. τινὰ φθόνου, ἀπομακρύνω τινὰ ἀπὸ τοῦ φθόνου, ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Φιλοστρ.: - Παθ. καὶ μέσ., μεταφέρω τὴν κατοικίαν μου εἰς τὰ ἄνω ἢ τὰ μεσογαιότερα μέρη τῆς χώρας, μεταναστεύω εἰς τὸ ἐσωτερικόν, αὐτοὶ δ’ ἀνῳκίσανθ’ ὅπως ἀνωτάτω Ἀριστοφ. Εἰρ. 207. πρβλ. Στράβ. 406, Ἀππ. Καρχ. 84· καὶ ἐπὶ πόλεων, κτίζομαι εἰς τὰ μεσόγαια ἤτοι μακρὰν τῆς παραλίας, Θουκ. 1. 7: - καθόλου, μεταναστεύω, δεῦρ’ ἀνοικισθεὶς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1351· ἀνοικίσασθαι ἐς Ὄλυνθον Θουκ. 1. 58, πρβλ. 8. 31. ΙΙ. οἰκίζω ἐκ νέου, ἐγκαθιστῶ ἐκ νέου οἰκήτορας, Κόρινθον δὲ ἀνάστατον Μομμίου ποιήσαντος ... ὕστερον λέγουσιν ἀνοικίσαι Καίσαρα Παυσ. 2. 1, 2, Στράβ. 621: - Παθ., ἐκ νέου οἰκίζομαι, Πλουτ. Λούκουλλ. 29.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀνῴκισα;
1 (ἀνά en haut) bâtir dans l’intérieur des terres;
2 (ἀνά de nouveau) coloniser de nouveau ; Pass. se repeupler;
Moy. ἀνοικίζομαι aller s’établir dans l’intérieur des terres.
Étymologie: ἀνά, οἰκίζω.