σπερματισμός

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπερμᾰτισμός Medium diacritics: σπερματισμός Low diacritics: σπερματισμός Capitals: ΣΠΕΡΜΑΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: spermatismós Transliteration B: spermatismos Transliteration C: spermatismos Beta Code: spermatismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A production of seed, μεταφυτεύουσι πρὸς τοὺς σ. (sc. τὰ λάχανα) Thphr.HP7.5.3, cf. 7.4.3.    II copulation, LXX Le.18.23.

German (Pape)

[Seite 920] ὁ, das Auslassen des Saamens; bei Theophr. οἱ σπ. = die aus Saamen gezogenen Pflanzen, welche nachher verpflanzt werden.

Greek (Liddell-Scott)

σπερμᾰτισμός: ὁ, παραγωγὴ σπέρματος, σπόρου, μεταφυτεύουσι πρὸς τοὺς σπερματισμοὺς (ἐξυπακ. τὰ φυτὰ) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 3, ὁπόθεν ἐν τῷ ὁμοίῳ, χωρίῳ αὐτόθι 7. 4, 3 (τοὺς σπ. μεταφέροντες) ὁ Schneid. εἰκάζει ὅτι δέον νὰ παρεμβληθῇ ἡ πρόθεσις πρός. ΙΙ. συνουσία, σαρκικὴ μῖξις, Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΗ´, 23).

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
βιολ. γενετική θεωρία που αποδίδει στο σπέρμα του άρρενος τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του εμβρύου
μσν.
γονιμοποίηση
μσν.-αρχ.
1. η παραγωγή σπέρματος (α. «τὸ δένδρον οὐ πλησθήσεται σπερματισμοῡ καὶ γόνου», Κ. Μανασσ.
β. «[τὰ λάχανα] μεταφυτεύουσι πρὸς σπερματισμόν» Θεόφρ.)
2. η εκσπερμάτιση κατά τη συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπερματίζω. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. spermatism].