ἀρχιερεύς
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
English (LSJ)
έως, ὁ: Ion. ἀρχῐέρεως, εω, Hdt.2.37, also in Pl.Lg.947a: acc. pl. ἀρχιρέας v.l. in Hdt.2.142:—
A arch-priest, chief-priest, ll. cc., freq. in Inscrr., νήσου OGI93.3 (Cyprus), etc.: esp. in Roman provinces, of the Imperial cult, ἀ. Ἀσίας ib. 458.31, etc., cf. PRyl.149.2 (i A. D.), etc.:—at Rome, = pontifex, Plu. Num.9, etc.; ἀ. μέγιστος, = pontifex maximus, SIG832, etc. (but ἀρχιερεύς alone, IG7.2711, etc.):—at Jerusalem, high-priest, LXX Le. 4.3, Ev.Matt.26.3, etc. (Spelt ἀρχι-ιερεύς IGRom.4.882 (Themisonium)).
German (Pape)
[Seite 366] ὁ, Oberpriester, Her. 2, 143 u. öfter; pontifex maximus, Plut. Num. 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχιερεύς: έως, ὁ: Ἰων. ἀρχιέρεως, εω, ὁ, Ἡρόδ. 2. 37, ὡσαύτως ἐν Πλάτ. Νόμ. 947Α: αἰτ. πλ. ἀρχιρέας (ἐκ τοῦ ἀρχιρεὺς) Ἡρόδ. 2. 142: - ἀρχιερεύς, ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ συχν. ἐν Ἐπιγρ., Συλλ. Ἐπιγρ. 381-3, 479, κ. ἀλλ.: - ἐν Ῥώμῃ ὁ Pontifex Maximus, Πλούτ. Νουμ. 9· ἀρχ. μέγιστος, ἐπὶ τοῦ αὐτοκράτορος, Συλλ. Ἐπιγρ. 320, 1305, κ. ἀλλ.: - ἐν Ἱερουσαλὴμ ὁ ἀνώτατος ἱερεὺς τῶν Ἰουδαίων, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κς΄, 3, κτλ.