ὀνόκωλος

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνόκωλος Medium diacritics: ὀνόκωλος Low diacritics: ονόκωλος Capitals: ΟΝΟΚΩΛΟΣ
Transliteration A: onókōlos Transliteration B: onokōlos Transliteration C: onokolos Beta Code: o)no/kwlos

English (LSJ)

ον,

   A = ὀνοσκελίς, of the hobgoblin Empusa, Sch. Ar.Ra.296 :—also ὀνό-κωλις, ἡ, Eust.1704.42.

German (Pape)

[Seite 348] eselsfüßig, Schol. Ar. Ran. 295.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνόκωλος: -ον, = ὀνοσκελίς, ἐπὶ τοῦ φαντάσματος τῆς Ἐμπούσης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 295· ὡσαύτως ὀνοκώλη, ὀνόκωλις, ἡ, Εὐστ. 1704. 4, Ἐτυμολ. Μέγα.

Greek Monolingual

ὀνόκωλος, -ον, θηλ. και ὀνοκώλη (ΑΜ, Μ θηλ. ὀνόκωλις)
(ως προσωνυμία του φαντάσματος της Εμπούσης) αυτός που έχει πόδια όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -κωλος (< κῶλον), πρβλ. αγκυλό-κωλος].