μιμάς
From LSJ
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A actress of μῖμοι, Ael.Fr.123, IG14.2342 (Aquileia), AP9.139tit.
German (Pape)
[Seite 186] άδος, ἡ, eine Art mimische Künstlerinn, Ael. bei Suid. v. κρίσεως.
Greek (Liddell-Scott)
μῑμάς: -άδος, ἡ, γυνὴ ὑποκρινομένη ἐν τοῖς μίμοις, Αἰλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. κρίσεως, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 609. 6.
Greek Monolingual
μιμάς, -άδος, ἡ (Α)
γυναίκα ηθοποιός που έπαιζε μίμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + κατάλ. -άς (πρβλ. μελαιν-άς, χαλκ-άς)].