παράμονος
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
poet. πάρμονος, ον, rarer form of foreg. (q. v.),
A πένθος Plu.2.114f ; εὐτυχία Cat.Cod.Astr.8(4).207, cf. Vett.Val.292.30 ; οἶνος Gp.1.12.32 ; ὄλβος παρμονώτερος Pi.N.8.17.
German (Pape)
[Seite 490] = Vorigem; καὶ εὔνους ὑπηρέτης, Xen. Mem. 2, 10, 3; Sp.; – poet. παρμονώτερος ἀνθρώποισι ὄλβος, Pind. N. 8, 16.
Greek (Liddell-Scott)
παράμονος: ποιητικ. πάρμονος, ον, σπανιώτερος τύπος τοῦ προηγ. (ὃ ἴδε), πένθος Πλούτ. 2. 114F· οἶνος Γεωπ. 1. 12, 52· ὄλβος παρμονώτερος Πινδ. Ν. 8. 29. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράμονος· καρτερός».
Greek Monolingual
και ποιητ. τ. πάρμονος, -ον, ΜΑ
παραμόνιμος
μσν.
αυτός που μπορεί να διατηρηθεί («παράμονος οἶνος», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -μονος (< μένω), πρβλ. έμ-μονος, κατά-μονος].