ἀνήσσητος

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνήσσητος Medium diacritics: ἀνήσσητος Low diacritics: ανήσσητος Capitals: ΑΝΗΣΣΗΤΟΣ
Transliteration A: anḗssētos Transliteration B: anēssētos Transliteration C: anissitos Beta Code: a)nh/sshtos

English (LSJ)

Dor. ἀνήσσᾱτος, ον,

   A unconquered, Theoc.6.46.

German (Pape)

[Seite 230] unbesiegt, dor. ἀνάσσατοι, Theocr. 6, 46.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήσσητος: Δωρ. ἀνάσσᾱτος καὶ ἀνήσσατος, ον, ὁ μὴ ἡττηθεὶς ἢ ὁ μὴ ἡττώμενος, ἀήττητος, ἀνήσσατοι δ’ ἐγίνοντο Θεόκρ. 6. 45· πρβλ. τὸ συνηθέστερον ἀήσσητος.

Greek Monolingual

ἀνήσσητος, -ον (κ. ἀνήττητος κ. ἀνήσσατος), (Α)
αήττητος, ανίκητος.