ὑδέω
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
[ῠ], (ὕδης)
A call, name, Call.Fr.anon.62, Nic.Al.47,525; Ep. also ὑδείω, Call.Jov.76:—Pass., to be told of, to be called so and so, Arat.257, A.R.2.528, 4.264:—Suid. and Et.Gud.539.56 also quote the form ὕδειν (from ὕδω), and Theognost.Can.19 has ὕδειν· τρέχειν, λέγειν:—ὑδεῖν should perh. be restored for ἰδεῖν in E.Hyps. iii 15, where it would mean tell of, celebrate; [ὑ]δέοντος is suggested in PLit.Lond.60.9 (Posidipp.).
German (Pape)
[Seite 1172] poet. Nebenform von ὕδω, besingen, preisen, übh. nennen, Nic. Al. 47. 525; dah. pass. heißen, Ap. Rh. 2, 528 u. einzeln bei a. sp. D. S. ὑδείω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδέω: [ῠ], (ὕδης) ὑμνῶ, ἐγκωμιάζω· πρῶτον εὕρηται παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς, Νικ. Ἀλεξ. 17. 528, Καλλ. Ἀποσπ. 477· Ἐπικ. ὡσαύτως ὑδείω, Καλλ. εἰς Δία 76. ― Παθ., καὶ τὰ μὲν ὣς ὑδέονται, «ἀντὶ τοῦ ᾄδονται καὶ λέγονται» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 528., Δ. 264, Ἄρατ. 257· ― παρὰ τῷ Σουΐδ. καὶ ἐν τῷ Γουδ. Ἐτυμ. μνημονεύεται καὶ ὁ τύπος ὕδειν (ἐξ ὁριστικῆς ὕδω) ἔκ τινος ποιητοῦ.
Greek Monolingual
και επικ. τ. ὑδείω και δ. τ. ὕδω Α
1. καθιστώ κάποιον ονομαστό, υμνώ, εγκωμιάζω («αὐτίκα χαλκῆας μὲν ὑδείομεν Ἡφαίστοιο», Καλλ.)
2. (κατά τον Θεόγνωστ.) «ὕδειν
τρέχειν, λέγειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὑδέω και οι παρλλ. ονοματικοί τ. ὕδη, ὕδης ανάγονται στη μηδενισμένη βαθμίδα ud- της ΙΕ ρίζας wed- / a-wed- «μιλώ, τραγουδώ» (πρβλ. ἀείδω, αὐδή, αρχ. ινδ. udita-, μτχ. του vadati «μιλώ»). Βλ. λ. ἄδω, αὐδή.