θυελλόπους

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠελλόπους Medium diacritics: θυελλόπους Low diacritics: θυελλόπους Capitals: ΘΥΕΛΛΟΠΟΥΣ
Transliteration A: thyellópous Transliteration B: thyellopous Transliteration C: thyellopous Beta Code: quello/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ποδος,

   A storm-footed, storm-swift, Nonn.D. 37.441.

German (Pape)

[Seite 1221] οδος, = ἀελλόπους, ἵπποι Nonn. D. 37, 441.

Greek (Liddell-Scott)

θυελλόπους: ὁ, ἡ, ἔχων πόδας θυέλλης, ταχὺς ὡς θύελλα, θυελλοπόδων ἵππων Νόνν. Δ. 37. 441.

Greek Monolingual

θυελλόπους, -οδος ὁ (Α)
αυτός που είναι γρήγορος σαν θύελλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύελλα + -πους (< πους), πρβλ. εξά-πους, πολύ-πους].