ῥέγος
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
εος, τό,
A = ῥῆγος (q.v.), rug, coverlet, Anacr.138.
German (Pape)
[Seite 837] τό, = ῥῆγος, Anacr. bei E. M. 703, 28; VLL. erklären βάμμα, also von gefärbten Gewändern.
Greek (Liddell-Scott)
ῥέγος: -εος, τό, = ῥῆγος, ὃ ἴδε, σκέπασμα, ἐφάπλωμα, Ἀνακρ. 97.
Greek Monolingual
-εος, τὸ, Α
βλ. ῥῆγος.