τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
Full diacritics: νημᾰτώδης | Medium diacritics: νηματώδης | Low diacritics: νηματώδης | Capitals: ΝΗΜΑΤΩΔΗΣ |
Transliteration A: nēmatṓdēs | Transliteration B: nēmatōdēs | Transliteration C: nimatodis | Beta Code: nhmatw/dhs |
ες,
A fibrous, in filaments, Plu.2.434a.
νημᾰτώδης: -ες, ὅμοιος, νήματι, μηρύματα λίθων μαλακὰ νηματώδη Πλούτ. 2. 434Α.
ης, ες :
semblable à des fils.
Étymologie: νῆμα, -ωδης.